- προσεισπρᾶξαι
- προσεισπράσσωexact besidesaor inf act
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσεισπράσσω — Α εισπράττω επί πλέον (α. «ἄλλα πάλιν δέκα προσεισπρᾱξαι τὸν Ἀλκιβιάδην [τάλαντα]», Πλούτ. β. «ἐὰν δέ τινες ἀνάγωσιν, τοῡ τε ἐλαίου στερέσθωσαν και προσεισπρασσέσθωσαν τοῡ μετρητοῡ δραχμάς ρ», Θεμίστ.) … Dictionary of Greek